Σκελετος.

Ετικέτα: ελληνικά

Η πανδημία του νεοφιλελευθερισμού

by Δημήτρης Παυλόπουλος

Μετά την απόδειξη του πατριωτικού καθήκοντος του πρωθυπουργού που συμπαρέσυρε και άλλους στο έναυσμά του, τι ακολουθεί;

Ένας ψευδεπίγραφος πατριωτισμός και αλληλεγγύη, σημείο των καιρών που γρήγορα παρέρχεται και θα ξαναφανεί η πραγματική όψη του κάλπικου πολιτικού νομίσματος των κυβερνώντων. Αυτοί που εδώ και μια δεκαετία για να μην πάμε πιο πίσω κόβουν με τον συστημικό μπαλτά μισθούς, συντάξεις, δικαιώματα, τώρα ξαφνικά θυμήθηκαν πως είναι αλτρουιστές και λόγω του ότι πλησιάζει και το ορθόδοξο Πάσχα αποφάσισαν αντί να ξανασταυρώσουν τον ελληνικό λαό με τα μνημόνιά τους, να τον βοηθήσουν.

Φυσικά η βοήθειά τους είναι παροδική, σαν ένα πυροτέχνημα που γρήγορα θα σκάσει και θα χαθεί, έχοντας θολώσει για λίγο τα μάτια όσων καλοπροαίρετα γύρισαν το βλέμμα τους για να το δουν. Αυτό που θα μείνει όμως μετά, θα είναι ότι και πριν, μια χώρα ρημαγμένη και ένας λαός απομονωμένος στο σπίτι του, αντιστεκόμενος με ίδια μέσα στον ύπουλο εχθρό του κορωνοϊού.

Τα νοσοκομεία θα εξακολουθούν να ασθενούν, λόγω έλλειψης προσωπικού και υλικών μέσων, αυτά τα νοσοκομεία που κάποτε η κυβέρνηση ορκιζόταν ότι είτε θα τα κλείσει γιατί δεν χρειάζονται, είτε ακόμη καλύτερα θα τα κατεδαφίσει για να κτιστούν στην θέση τους πολυτελή ιδιωτικά, αυτά που σήμερα όχι μόνο σφυρίζουν αδιάφορα, χωρίς να έχουν προσφέρει τίποτα στην ελληνική κοινωνία, αλλά συνεχίζουν να τρέφονται παρασιτικά από τα κρατικά ταμεία, με τις ευλογίες ολόκληρης της κυβέρνησης (30 εκατομμύρια δεν τα λες και λίγα όταν δεν προσφέρεις ακόμη τίποτα). Και μην κρύβεται η λύση στον εθελοντισμό που παρακαλά, όταν θυμάται το αξίωμά του, ο υπουργός Υγείας.

Μήπως ήρθε η ώρα και εμείς να βαδίσουμε στα χνάρια των κυβερνώντων και να τρέξουμε για βοήθεια. Φυσικά και η λύση είναι ο εθελοντισμός και οι μέχρι στιγμής αιτούντες, ιδίως φοιτητές ιατρικής και άλλων συναφών σχολών, είναι μια καλή ευκαιρία για να καλυφθούν οι οργανικές ανεπάρκειες του δημοσίου συστήματος υγείας. Με άλλα λόγια, γιατί να προσλάβουν και να πληρώσουν νέο προσωπικό, αφού μπορούν τσάμπα να εκμεταλλευτούν την αγνή πρόθεση του καθενός για βοήθεια σε μία τόσο δύσκολη στιγμή. Άλλωστε, από τις 2000 προσλήψεις που θα έκαναν στα νοσοκομεία, αυτή την στιγμή έχουν προσληφθεί μόνο 350, ενώ πάνε και έρχονται γιατροί από αγροτικά ιατρεία και στρατιωτικές μονάδες για να γεμίσουν τα κενά.

Αυτή η κυβέρνηση που θυσιάζει τα μισθά της που άξια τόσα χρόνια εισέπραττε,(άλλωστε τόσο έργο έχει να επιδείξει) όχι μόνο δεν προσλαμβάνει, όχι μόνο δεν ενισχύει τις κρατικές δομές αλλά συνεχίζει το κυβερνητικό της έργο απτόητη. Την ίδια ώρα που χαρίζει ένα χρόνο περιθώριο στα κανάλια για την πληρωμή της δόσης χρήσης των συχνοτήτων, την ίδια ώρα πετά ένα ξεροκόμματο στους εργαζόμενους της τάξης των 400 ευρώ τον μήνα και όχι φυσικά για όλους αλλά μόνο γι’ αυτούς που είναι στην ουσία άνεργοι, ή για να χρησιμοποιήσουμε και έναν όρο της εποχής, σε αναστολή εργασίας.

Την ίδια ώρα που διπλασιάζει την ήδη υψηλή αποζημίωση προς τις ιδιωτικές ΜΕΘ στα 1600 ευρώ ημερησίως, δίνει 11 εκατομμύρια για διαφημίσεις σε γνώριμη διαφημιστική εταιρεία και τετραπλασιάζει τις αποζημιώσεις των μελών διοικητικών συμβουλίων στα συνδικαλιστικά όργανα μεγάλων εταιριών (βλ. ΣΤΑΣΥ, ΔΕΗ), κλείνει τα αυτιά στις φωνές των εργαζομένων υγείας που ζητούν τα αυτονόητα δηλαδή, μάσκες και γάντια και όχι εθιμοτυπικά χειροκροτήματα.

Βέβαια, αυτά δεν συμβαίνουν μόνο στην χώρα μας αλλά σχεδόν σε όλο τον ανεπτυγμένο δυτικό κόσμο. Στην Ευρώπη των τραπεζών που δεν δέχεται να βοηθήσει αν δεν εφαρμοστούν νέα μνημόνια. Στην Αμερική της ευημερίας που πληθαίνουν οι φωνές που λένε ας πεθάνουν και μερικοί αν είναι να σωθεί η οικονομία και να επανέλθει γρήγορα σε ρυθμούς ανάπτυξης. Για τα δεδομένα του νεοφιλελευθερισμού, οι θάνατοι είναι απλώς αριθμοί που αντισταθμίζονται με οικονομικούς δείκτες ανάπτυξης.

Για τον νεοφιλελευθερισμό ο ιός είναι μια καλή πρώτη δοκιμή για το πόσο αντέχουμε να ζούμε χωρίς δικαιώματα. Για το πόσο αντέχουμε να ζούμε ήσυχοι και όχι ελεύθεροι (όπως έγραφε ο Θουκυδίδης). Μπορεί να είναι μια θεωρία συνωμοσίας, μπορεί και να είναι απλώς η πρώτη πράξη του δράματος σε μία παράσταση διαρκείας που ο νεοφιλελευθερισμός ζητά να επιβιώσει όπως ο νέος αυτός ιός σε βάρος μας, ζητά να επιβιώσει κλέβοντας μας την ανάσα. Το ερώτημα είναι θα τον αφήσουμε;

Advertisement

Δεν θα μιλήσεις ποτέ σωστά στην εποχή της Νεοκαθαρεύουσας

by Δημήτρης Μπούκας

Εξώφυλλο (1739) από λατινική έκδοση των «Εκλογών» του Φρυνίχου του Αραβίου (2ος αι. μ.Χ.), ενός απ' τα πρώτα γραπτά υπέρ του αττικισμού και κατά της ελληνιστικής κοινής

Εξώφυλλο (1739) από λατινική έκδοση των «Εκλογών» του Φρυνίχου του Αραβίου (2ος αι. μ.Χ.), ενός απ’ τα πρώτα γραπτά υπέρ του αττικισμού και κατά της ελληνιστικής κοινής.

Από τότε που καταργήθηκε η καθαρεύουσα το 1976 σταδιακά ήρθε μία ομαλότητα μεταξύ του πώς μιλάμε και του πώς θα έπρεπε. Έτσι σταματήσαμε να κοιτάζουμε στο παρελθόν της ελληνικής γλώσσας για να μιλήσουμε σήμερα. Σταμάτησαν οι αναχρονιστικοί και παράλογοι περιορισμοί που έφερναν τους απλούς ομιλητές των ελληνικών κάθε τρεις και λίγο σε δισταγμό για το πώς θα χρησιμοποιήσουν το κοινότερο αγαθό όλων, την γλώσσα. Ακόμα χειρότερα, συχνά βρισκόταν κάποιος να κρίνει έναν άνθρωπο για την γλώσσα του, βασταζόμενος σε κάποια παραδρομή του λόγου του, έναν λάθος τύπο ή κλίση.

Σήμερα δυστυχώς φαίνεται η άλλη πλευρά του ίδιου συντηρητισμού, μόνο που για να μιλήσουμε σήμερα δεν περιοριζόμαστε απ’ τα ελληνικά του παρελθόντος, αλλά απ’ τις ξένες γλώσσες απ’ τις οποίες έχουμε δανειστεί λέξεις. Το φαινόμενο αυτό άλλοι έχουν ονομάσει Νεοκαθαρεύουσα, και έχει τις ίδιες εκφάνσεις με την καθαρεύουσα: άρνηση της εξέλιξης της γλώσσας, έλλειψη σεβασμού για την απλή γλώσσα, δοκησισοφία και αμηχανία σ’ όποιον δεν έχει ασχοληθεί με τους τύπους όσο ο συνομιλητής του.

Με την νεοκαθαρεύουσα ο ομιλητής προσπαθεί να διατηρήσει αναλλοίωτη μια ξένη λέξη την οποία χρησιμοποιεί στα ελληνικά. Αυτό κυρίως εφαρμόζεται στην γραμματική όπου για κάθε λέξη, όσα χρόνια κι αν χρησιμοποιείται στα ελληνικά, κάποιος θα μας υπενθυμίσει ότι είναι ξένη ώστε να εγκαταλείψουμε συνήθως την κλίση της. Για παράδειγμα, για την λέξη τρόικα (ρωσική αρχικά), παρ’ ότι υπήρχε στα ελληνικά πολύ πριν την κρίση και κλινόταν κανονικά, λέγαμε δηλαδή της τρόικας, πάντα σήμερα κάποιος θα πει της τρόικα. Άλλοι αμφιταλαντεύονται αν είναι της Καλιφόρνιας ή της Καλιφόρνια. Ακόμη πιο παράξενα, πάντα περιμένω σε κάποια συναυλία να ακούσω κάποιον να λέει τα κοντσέρτι, όπως και να διστάζει να πει του Μεξικού αν και γι’ αυτό δεν ετίθετο ποτέ ζήτημα μιας και το Μεξικό στα ισπανικά λέγεται Μέχικο, το οποίο διαφέρει πολύ. Τέλος, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που προσπαθούμε να διατηρήσουμε και την φωνολογία της γλώσσας απ’ την οποία δανειζόμαστε, εξού και το περίφημο σοκολατάκι της Ντόρας Μπακογιάννη.

Έτσι η νεοκαθαρεύουσα (και πάλι) έρχεται να γεμίσει σύγχυση την καθημερινή μας γλώσσα. Κυρίως δημιουργεί «όγκους» στα ελληνικά, οι οποίοι δεν μπορούν να αφομοιωθούν, ώστε τα ελληνικά δεν εμπλουτίζονται ούτε εξελίσσονται. Αν με ρωτήσει κανείς, δεν βρίσκω λόγο να θέλω να διατηρήσω μια ξένη λέξη αναλλοίωτη στα ελληνικά. Εγώ θέλω να την πάρω και να την βάλω μες στο σύστημα της κλίσης που έχουν τα ελληνικά και δίνουν την δυνατότητα να καταλάβει μονολεξεί ο συνομιλητής μου αν την λέω στον πληθυντικό ή στην γενική και να συνθέσω μ’ αυτήν μιαν άλλη λέξη.

Επιπλέον, κάθε γλώσσα έχει μια συνοχή την οποία καταργεί η νεοκαθαρεύουσα. Τι είναι ισχυρότερο, το γλωσσικό ένστικτο ή γνώση για την προέλευση των λέξεων; Είναι άραγε υποχρεωμένος όποιος δεν μιλάει ιταλικά να ξέρει ότι στο μυαλό του συνομιλητή του είναι όχι τα κοντσέρτα αλλά τα κοντσέρτι; Η νεοκαθαρεύουσα είναι το εργαλείο του δοκησίσοφου, ο οποίος φυσικά ξέρει ποια λέξη είναι ξένη και ικανοποιείται από το στιγμιαίο σοκ, όταν, εκεί που καθένας θα περίμενε μια φυσιολογική γενική ή πληθυντικό, αυτός πετάει μία ακλισιά που εξιτάρει το αυτί. Τέλος η νεοκαθαρεύουσα είναι αυθαίρετη· ο καθένας, κατά την γνώση, το κριτήριο και κυρίως την σύγχυσή του επιλέγει τύπους οι οποίοι άλλοτε παραξενεύουν και άλλοτε είναι τελείως γελοίοι.

Φυσικά και δεν περιμένω να αρχίσουμε να κλίνουμε τα ασανσέργκαράζ, και άλλα τα οποία είναι τελείως ξένα προς τα ελληνικά. Οι λέξεις οι οποίες θίγονται είναι όσες ταιριάζουν στο ελληνικό κλιτικό σύστημα και ο περισσότερος κόσμος έχει πλήρως εντάξει στην γλώσσα του.

Τελικά θα όριζα ως νεοκαθαρεύουσα την επιμονή να αφήνουμε λέξεις άκλιτες και απροσάρμοστες όταν γύρω μας η πλειοψηφία του κόσμου και το γλωσσικό μας ένστικτο δείχνουν την πορεία προς την ενσωμάτωσή τους. Αμφιβάλλω αν αυτή η τάση βοηθάει τους ανθρώπους να εκφραστούν ελεύθερα νιώθοντας κάθε λέξη κτήμα τους. Ας μην ξεχνάμε ότι χιλιάδες λέξεις είναι δάνεια τα οποία ποτέ πλέον δεν αντιλαμβανόμαστε και παρά μόνο εμπλούτισαν τα ελληνικά.