Σκελετος.

Κατηγορία: ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Τα χρόνια της αθωότητας, μία κριτική

by Δημήτρης Μπούκας

Αφού περάσουν τα πέντε πρώτα ωραία λεπτά της παράστασης, κατά τα οποία γεμίζεις με καλή προσδοκία χάρη στην καλή απόδοση της αμηχανίας τριών γυναικών που συναντιούνται σε ένα σαλόνι, και στο ωραίο εφέ με τα μικρόφωνα στο τραπέζι που μεγέθυναν το ήχο του τσαγιού που σερβίρεται στο φλιτζάνι, κατακλύζεσαι από σκηνές σεξ τελείως κακοπαιγμένες και εσκεμμένα προσποιητές: σαν αυτές που κάνεις στο γυμνάσιο για πλάκα με τους φίλους σου. Η καλή απόδοση της αμηχανίας έγινε βαρεμάρα, κι η κάθε δυνατότητα της παράστασης να σοκάρει εξαχνίστηκε. Για την ακρίβεια, καθώς η πλοκή εξελίσσεται, αυτό που επί σκηνής είδα σταδιακά αποκτούσε όλο και περισσότερο μία αισθητική ελληνικού τηλεοπτικού σήριαλ, ύστερα βιντεοκασέτας του ’80 και τέλος Δελφιναρίου, με σαχλές σκηνές σεξ και αυνανισμού, σαχλές ατάκες, γέλια απ’ το κοινό, και δέκα λεπτά απραξίας επί σκηνής όπου από πίσω παίζουν λαϊκά. Τρολ; μάλλον κλισέ. Τελικά το έργο αποδείχθηκε κατάλληλο όχι μόνο για ανηλίκους αλλά και για νήπια, μιας και το μόνο προκλητικό που υπήρχε στον χώρο ήταν η αφήγηση που μας πληροφορούσε ότι ό,τι βλέπουμε είναι αιμομιξία· πέραν τούτου ουδέν.

Καλή απόδοση και χρωματισμός φωνής κατά την αφήγησή της από την Αλέξια Σαραντοπούλου και καλή μουσική επί σκηνής από Το κορίτσι κοιμάται.


Τα χρόνια της αθωότητας από τους Nova Melancholia, βασισμένο στην Αυτοκράτειρα του Δούκα Καπάνταη. Στην Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, 11–26 Μαρτίου.

Advertisement

Όταν η ψυχή λείπει και το κορμί δεν φτάνει

by Δημήτρης Παυλόπουλος

Σημείο των καιρών, ένα από τα πολλά αυτής της μαύρης εποχής, αποτελεί το ομολογουμένως επικίνδυνο εγχείρημα του Σάκη Ρουβά να ξεπεράσει το είδος μουσικής που ο ίδιος με θέρμη όλα αυτά τα χρόνια υποστήριζε και να μεταβεί σε ένα τελείως διαφορετικό και άγνωστο για κείνον και για το κοινό του, χώρο. Επέλεξε, κατά την γνώμη μου, όχι τυχαία, το Άξιον Εστί, σε ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη και μουσική Μίκη Θεοδωράκη.

Ένα εμβληματικό έργο που έχει μια τεράστια ιστορία. Ένα έργο που κουβαλάει στα λόγια του την ματωμένη ιστορία των αγώνων για ελευθερία, για δικαιοσύνη, για ζωή. Ένα έργο που φυσικά κύλισε μέσα στις φλέβες μας και ημών και παλαιότερων από εμάς, μπήκε μέσα στα σπίτια μας και στις καρδιές μας, και ακόμη μας συντροφεύει στα πέτρινα χρόνια της κρίσης.

Ένα έργο που αναγνωρίστηκε και καταλογίστηκε παγκοσμίως στα κλασσικά έργα του σύγχρονου πολιτισμού, έργο που ο ίδιος ο συνθέτης είχε χαρακτηρίσει, ως λαϊκό ορατόριο. Ο λόγος που το έργο αυτό καταξιώθηκε, ταξίδεψε και ταξιδεύει στις σκέψεις και στα όνειρα χιλιάδων, είναι αυτή η αρμονική σύνθεση του λόγου με τη μουσική που όσον αφορά το λαϊκό κομμάτι, εκφράζεται με την ανεπανάληπτη και ανεπιτήδευτη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση.

Σήμερα, αυτή η αρμονία διαταράσσεται για προσωπικούς λόγους ματαιοδοξίας του διάσημου σταρ, που όπως κοινώς λέγεται κάνει με αυτόν τον τρόπο, στροφή στην καριέρα του. Η στροφή όμως που διαπράττει είναι ολέθρια, όχι για το έργο, γιατί το έργο αυτό, δεν μπόρεσε να το σβήσει κανείς και τίποτα, αλλά για τον ίδιο τον καλλιτέχνη, που έπνιξε την φωνή του μέσα στους στίχους ή καλύτερα οι στίχοι έπνιξαν την φωνή του.

Είναι όμως φυσικό, να μην αναμένεις τίποτε το ιδιαίτερο από μία τέτοια προσπάθεια. Μια προσπάθεια που προωθήθηκε διαφημιστικά από οποιαδήποτε άλλη συναυλία, ακόμη και του ίδιου του Θεοδωράκη, αλλά δεν κατάφερε ούτε καν να ξυπνήσει τις αισθήσεις και τα συναισθήματα που αφθονούν στην πρώτη ερμηνεία του έργου.

Και ο λόγος βρίσκεται στην κακή συνύπαρξη των συντελεστών αυτής της παράστασης, από τη μία ο Σάκης, με τις φούστες στην Κύπρο και τα ανεπανάληπτα χιτ, από την άλλη ο κόσμος με τα κινητά στο χέρι να φωτογραφίζει τον σταρ, αγνοώντας ή και αδυνατώντας να συλλάβει το έργο, όχι λόγω ιδιωτείας αλλά λόγω τελείως διαφορετικών ακουσμάτων. Το έργο φυσικά και δεν κακοποιήθηκε (αυτό δεν το μπόρεσε να το κάνει ούτε η Χούντα), ο κόσμος βεβαίως και δεν γνώρισε το Άξιον Εστί (ειδικά οι υποστηρικτές/ιες του Ρουβά) και ο Ρουβάς κέρδισε με τα δικά του κριτήρια, μια μάχη που θα κριθεί από την μουσική ιστορία αυτού του τόπου, την οποία δυστυχώς ακόμη και την Βαρδινογιάννη να έχεις φίλη, δεν μπορείς να ελέγξεις και να επηρεάσεις.

Κλείνοντας, να σημειώσω πως ο κόσμος που έτρεξε να καμαρώσει τον Σάκη, άλλοι από περιέργεια, άλλοι από φανατισμό κατά τις εκτιμήσεις της δημοσιογραφικής αστυνομίας των πρωινάδικων ήταν δεκαπέντε χιλιάδες. Σημειώνω, λοιπόν, ότι δεκαπέντε χιλιάδες δεν χωράνε ούτε στο Αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου.

Μοντέρνα αρχιτεκτονική στην Αθήνα 1950–1967: επιτυχίες και αστοχίες

by Δημήτρης Μπούκας

Δύο πολύ σημαντικές περίοδοι στις οποίες ο μοντερνισμός έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ανέγερση πολλών κτηρίων του κέντρου της Αθήνας ήταν η δεκαετία του 1930 και η περίοδος 1950–1967. Και οι δύο χαρακτηρίζονται από τον σημαντικό ρόλο των αρχιτεκτόνων οι οποίοι δρούσαν σαν μια ομάδα διανοουμένων. Απ’ τις δύο όμως περιόδους, αυτή που διαμόρφωσε το κέντρο της Αθήνας ουσιαστικά μέχρι και σήμερα είναι η δεύτερη, διότι ήταν πολύ μαζικότερη και διότι, για να χτιστούν τα καινούργια κτήρια, κατεδαφίζονταν τα παλαιότερα όπως πολλά νεοκλασικά. Οι αρχιτέκτονες της περιόδου αυτής, αφού πρώτα ξεπέρασαν τον λεγόμενο κλασικίζοντα μοντερνισμό, κατάφεραν επιτυχημένα άλλοτε να εφαρμόσουν ατόφια τα διεθνή ρεύματα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής και άλλοτε να παρεκκλίνουν, όχι από το πνεύμα του μοντερνισμού, όσο από την διεθνή μόδα, ώστε τα κτήριά τους έχουν ξεκάθαρη ελληνικότητα χωρίς να προδίδουν τον μοντερνισμό. Από την άλλη, δίνεται συχνά η εντύπωση ότι οι αρχιτέκτονες, ακόμα και αξιόλογων κτηρίων, ενδιαφέρονταν μόνο για την εφαρμογή των κανόνων του μοντερνισμού που είχαν κατά νου, θεωρώντας τα κτήρια ως μονάδες και αδιαφορώντας για το γειτονικό χτισμένο περιβάλλον. Εδώ, επέλεξα να ασχοληθώ με κτήρια λιγότερο σχολιασμένα, όπως τα ιδιωτικά κτήρια γραφείων.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Γυμνό τσιμέντο: και ιδεαλισμός και απαξίωση

by Δημήτρης Μπούκας

Οι φοιτητικές εστίες του ΕΜΠ στου Ζωγράφου, του Κώστα Φινέ.

Οι φοιτητικές εστίες του ΕΜΠ στου Ζωγράφου (1968–1975), του Κώστα Φινέ και Ντίνου Παπαϊωάννου.

Στην ελληνική μοντέρνα αρχιτεκτονική, ιδιαίτερα την δεκαετία του 1970, υπάρχει μία αντίθεση μεταξύ αφενός των θεωριών των αρχιτεκτόνων περί Αρχιτεκτονικής, αφετέρου της αντίληψης των κτηρίων τους από τους άλλους.

Ξεκινάω από το δεύτερο σκεπτόμενος διάφορα κτήρια όπως αυτά των πανεπιστημίων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης και δη αυτό της Θεολογικής Σχολής Αθηνών στην πανεπιστημιούπολη, των εστιών του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου στου Ζωγράφου και πολλά κτήρια της πανεπιστημιούπολης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ας ρωτήσει κανείς απόψεις ανθρώπων γι’ αυτά τα κτήρια κι ας ακούσει: «Γκαράζ είναι η Θεολογική στην Αθήνα» μού είπε κάποτε ένας φίλος μου. «Είναι αυτά κτήρια;» άλλοι. Και γενικά, αν ποτέ έρθει συζήτηση για τα κτήρια, οι απόψεις συνοψίζονται στην αποστροφή του γυμνού τσιμέντου που πάρα πολλά έχουν, ότι αποπνέουν μία βιομηχανική ή απάνθρωπη αύρα και στην απορία τι είδους αρχιτεκτονική άποψη εκφράζουν, αφού τονιστεί ότι σχεδιάστηκαν από αρχιτέκτονες το οποίο συχνά αγνοείται.

Από την άλλη είναι αξιοσημείωτες οι θεωρίες και οι αναλύσεις περί Αρχιτεκτονικής που διατύπωναν οι αρχιτέκτονες οι οποίοι επικρατούσαν εκείνη την εποχή και συνεπώς σχεδίασαν πολλά τέτοια κτήρια. Η Ν.Κ.-Ρ. στην νεκρολογία της στην Ελευθεροτυπία για τον Κώστα Φινέ, αρχιτέκτονα των εστιών του ΕΜΠ και πολλών κτηρίων του ΑΠΘ, αναφέρει γι’ αυτόν: «Πρωταρχικός στόχος του, να υπηρετεί η αρχιτεκτονική τον άνθρωπο». Λίγο πιο πάνω μεταφέρει λόγια του Φινέ για το ποιοι είναι «υπεύθυνοι» για την όψη των κτηρίων του: «[Ο Μιχελής, ο Πικιώνης και ο Γκίκας, δάσκαλοι στο πολυτεχνείο] μάς γνώρισαν και μας μύησαν στη σύγχρονη τέχνη του μπετόν αρμέ, του σίδερου και του γυαλιού, στις δυνατότητες και τις αντινομίες τους, πάντα όμως με γνώμονα την αρμονία, τις σωστές αναλογίες και με μέτρο τον άνθρωπο». Για τον Πάτροκλο Καραντινό, ο οποίος σχεδίασε και την φυσικομαθηματική σχολή του ΑΠΘ, γράφουν: «Ο Πικιώνης τού αποκαλύπτει τη γοητεία της ελληνικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής».¹ Ο Ανδρέας Γιακουμακάτος σ’ άρθρο του στο Βήμα έγραφε ότι «[οι αρχιτέκτονες] συμμετείχαν ισότιμα στις πνευματικές διεργασίες και ονειρεύτηκαν έναν τόπο άλλο, στον οποίο η περιβαλλοντική βαρβαρότητα και η αισθητική αταξία θα βρίσκονταν ηττημένες από την επίτευξη συλλογικά ωφέλιμων στόχων και τη χρηστή διαχείριση του χώρου». Τεκμηρίωναν λοιπόν οι αρχιτέκτονες τα έργα τους ως φιλικά προς τον άνθρωπο, το τοπίο και την ελληνική παράδοση. Πολλοί απ’ αυτούς ήταν μάλιστα αριστεροί όπως ο Φινές και ο Ηλίας Σκρουμπέλος (αρχιτέκτονας της φυσικομαθηματικής σχολής της Αθήνας). Άλλοι, όπως ο Καραντινός, έχασαν την έδρα τους με την χούντα.

Το κτήριο διοίκησης του ΑΠΘ, του Κώστα Φινέ.

Το κτήριο διοίκησης του ΑΠΘ (1966–1976), του Κώστα Φινέ.

Πώς εξηγείται λοιπόν αυτή η αντίθεση; Νομίζω ότι οι λόγοι είναι τρεις. Πρώτον, είναι η πλήρης έλλειψη εξοικείωσης των πολιτών με την μοντέρνα αρχιτεκτονική. Γι’ αυτό φταίει η διδασκαλία στο σχολείο απ’ την οποία απαλείφεται κάθε ενότητα που αφορά την τέχνη. Παρ’ ότι καμία θεωρία ούτε ιστορία της Αρχιτεκτονικής μελετάται στο σχολείο, ούτε φυσικά της κλασικής ούτε της νεοκλασικής, επειδή στο σχολείο το μόνο που αποθεώνεται είναι το παρελθόν της Ελλάδας, ως παρεπόμενο αποθεώνεται κι η αρχιτεκτονική του. Μόνο γι’ αυτό υπάρχει εξοικείωση των ανθρώπων μ’ αυτήν. Επιπλέον η φαιά ουσία που κατανάλωνε ο αρχιτέκτονας για να φτιάξει ένα νεοκλασικό κτήριο γινόταν κυρίως στολίδι, ενώ, για να φτιάξει ένα μοντέρνο, περισσότερο φόρμα και διαρρύθμιση. Το στολίδι όμως είναι ολοφάνερο—ή έστω η εξοικείωση μ’ αυτό έχει γίνει—ενώ το μοντέρνο θέλει εξοικείωση για ν’ αρέσει.

Δεύτερον, για ν’ αναδειχθεί ένα μοντέρνο κτήριο πρέπει να είναι καθαρό. Η μοντέρνα αρχιτεκτονική αυτό «πουλάει», δηλαδή λιτότητα, κομψότητα και χρηστικότητα. Όταν το κράτος και οι πανεπιστημιακές αρχές αδιαφορούν για την συντήρηση και την καθαριότητα και συνεχώς αλλοιώνουν τα κτήρια εξαιτίας επισκευών, προσθηκών και «νεωτερισμών», τότε δεν φταίει μάλλον η ιδέα του αρχιτέκτονα για το πώς τα αντιλαμβανόμαστε.

Τρίτον, μπορεί οι αρχιτέκτονες, παρ’ ότι οι προθέσεις τους ήταν αγαθές, να παγιδεύτηκαν σ’ έναν ακαδημαϊσμό ή μια ουτοπία. Ίσως οι θεωρίες τους περί μίξης των διεθνών κινημάτων με την ελληνικότητα μπορούσαν να εφαρμοστούν πολύ δύσκολα ή αντιλαμβάνονταν την ελληνικότητα μόνο ως προς την σύνδεση του τοπίου με το κτίσμα, εξού το τσιμέντο. Ίσως η αγάπη των Ελλήνων αρχιτεκτόνων για το γυμνό τσιμέντο προέρχεται απ’ τον θαυμασμό προς τον Δημήτρη Πικιώνη κι ύστερα τον Άρη Κωνσταντινίδη που το χρησιμοποιούσαν πολύ, καθώς το θεωρούσαν γήϊνο υλικό. Δεν ξέρω λοιπόν αν τα έργα τους αγκαλιάστηκαν όσο ακόμα ήταν καινούργια. Μάλλον όχι· αλλά δεν πρέπει να ένοιαζε και πολύ τότε τον κόσμο μιας και εξυπηρετούσαν τον σκοπό τους, ήταν δηλαδή χρηστικά και καθαρά. Ο μπρουταλισμός, ρεύμα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής την δεκαετία του 1970, χαρακτηριστικό του οποίου είναι το γυμνό τσιμέντο, χρησιμοποιήθηκε όσο κανένα άλλο στην ανέγερση των πανεπιστημιουπόλεων. Έπρεπε οι αρχιτέκτονες να φανταστούν ότι το κράτος και οι πρυτάνεις δεν θα συντηρήσουν ποτέ τα κτήρια που παρήγγειλαν ώστε να κάνουν άλλα σχέδια; Πάντως συχνά τα σχέδιά τους, τα οποία ύστερα κατασκευάζονταν, έβγαιναν πρώτα στους πανελλήνιους διαγωνισμούς των πελατών τους, των πανεπιστημίων και του κράτους.

37c

Η Θεολογική Σχολή στην Αθήνα, του Λάζαρου Καλυβίτη και Γιώργου Λεονάρδου.

Η Θεολογική Σχολή στην Αθήνα (1970–1976), του Λάζαρου Καλυβίτη και Γιώργου Λεονάρδου.

Κλείνοντας, αναρωτιέμαι πότε το σχολείο θα ασχοληθεί με την τέχνη, πότε θα δώσει εναύσματα για την μοντέρνα τέχνη κι αρχιτεκτονική. Θα μπορέσουμε τότε να σκεφτούμε κάτι γι’ αυτά τα κτήρια. Αν σκεφτούμε θετικά θ’ απαλλαγούμε απ’ τα κόμπλεξ που έχουμε εναντίον τους και θα μας αρέσουν και θα τα αναδείξουμε. Αν πάλι σκεφτούμε ότι όντως φταίνε οι αρχιτέκτονες και τα ίδια τα κτήρια απ’ την σύλληψή τους τότε θα δούμε τι θα κάνουμε. Δύο πράγματα είναι σίγουρα γι’ αυτά τα κτήρια. Πρώτον, ανήκουν στο δεύτερο ρεύμα του μοντερνισμού που αναπτύχθηκε στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο και μέχρι την χούντα (το πρώτο ήταν στον μεσοπόλεμο μέχρι τον Μεταξά). Τα δύο αυτά ρεύματα που διαμόρφωσαν κυρίως την Αθήνα, την Θεσσαλονίκη και τον Πειραιά έχουν μοναδική αξία. Δεύτερον, η τωρινή αντίληψη αυτών των κτηρίων απ’ τους πολίτες δείχνει ότι, όσο ιδανικά κι αν γράφουν και μιλάνε οι αρχιτέκτονες που τελικά χτίζουν το δημόσιο τοπίο, τα κτήριά τους ίσως τελικά δεν πετύχουν τίποτα αν ο πελάτης, το κράτος, δεν προστατεύσει την ιδιοκτησία του. Στο κάτω κάτω τι γίνεται; Ζούμε όλη μας την ζωή μέσα στα δημιουργήματα μιας ολόκληρης γενιάς σκέψης αλλά δεν μπορούμε να τα κρίνουμε παρά μόνο αφηνόμαστε σε ελίτ όπως οι αρχιτεκτονικές σχολές και το Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων να μας πούνε αν μας αρέσουν και τι θα τα κάνουμε;


1. Ελληνική Αρχιτεκτονική Εταιρεία, Αρχιτέκτονες του 20ού αιώνα: μέλη της εταιρείας, επιμέλεια Ελένης Φεσσά-Εμμανουήλ, εκδόσεις Ποταμός, 2009.

Δεν θα μιλήσεις ποτέ σωστά στην εποχή της Νεοκαθαρεύουσας

by Δημήτρης Μπούκας

Εξώφυλλο (1739) από λατινική έκδοση των «Εκλογών» του Φρυνίχου του Αραβίου (2ος αι. μ.Χ.), ενός απ' τα πρώτα γραπτά υπέρ του αττικισμού και κατά της ελληνιστικής κοινής

Εξώφυλλο (1739) από λατινική έκδοση των «Εκλογών» του Φρυνίχου του Αραβίου (2ος αι. μ.Χ.), ενός απ’ τα πρώτα γραπτά υπέρ του αττικισμού και κατά της ελληνιστικής κοινής.

Από τότε που καταργήθηκε η καθαρεύουσα το 1976 σταδιακά ήρθε μία ομαλότητα μεταξύ του πώς μιλάμε και του πώς θα έπρεπε. Έτσι σταματήσαμε να κοιτάζουμε στο παρελθόν της ελληνικής γλώσσας για να μιλήσουμε σήμερα. Σταμάτησαν οι αναχρονιστικοί και παράλογοι περιορισμοί που έφερναν τους απλούς ομιλητές των ελληνικών κάθε τρεις και λίγο σε δισταγμό για το πώς θα χρησιμοποιήσουν το κοινότερο αγαθό όλων, την γλώσσα. Ακόμα χειρότερα, συχνά βρισκόταν κάποιος να κρίνει έναν άνθρωπο για την γλώσσα του, βασταζόμενος σε κάποια παραδρομή του λόγου του, έναν λάθος τύπο ή κλίση.

Σήμερα δυστυχώς φαίνεται η άλλη πλευρά του ίδιου συντηρητισμού, μόνο που για να μιλήσουμε σήμερα δεν περιοριζόμαστε απ’ τα ελληνικά του παρελθόντος, αλλά απ’ τις ξένες γλώσσες απ’ τις οποίες έχουμε δανειστεί λέξεις. Το φαινόμενο αυτό άλλοι έχουν ονομάσει Νεοκαθαρεύουσα, και έχει τις ίδιες εκφάνσεις με την καθαρεύουσα: άρνηση της εξέλιξης της γλώσσας, έλλειψη σεβασμού για την απλή γλώσσα, δοκησισοφία και αμηχανία σ’ όποιον δεν έχει ασχοληθεί με τους τύπους όσο ο συνομιλητής του.

Με την νεοκαθαρεύουσα ο ομιλητής προσπαθεί να διατηρήσει αναλλοίωτη μια ξένη λέξη την οποία χρησιμοποιεί στα ελληνικά. Αυτό κυρίως εφαρμόζεται στην γραμματική όπου για κάθε λέξη, όσα χρόνια κι αν χρησιμοποιείται στα ελληνικά, κάποιος θα μας υπενθυμίσει ότι είναι ξένη ώστε να εγκαταλείψουμε συνήθως την κλίση της. Για παράδειγμα, για την λέξη τρόικα (ρωσική αρχικά), παρ’ ότι υπήρχε στα ελληνικά πολύ πριν την κρίση και κλινόταν κανονικά, λέγαμε δηλαδή της τρόικας, πάντα σήμερα κάποιος θα πει της τρόικα. Άλλοι αμφιταλαντεύονται αν είναι της Καλιφόρνιας ή της Καλιφόρνια. Ακόμη πιο παράξενα, πάντα περιμένω σε κάποια συναυλία να ακούσω κάποιον να λέει τα κοντσέρτι, όπως και να διστάζει να πει του Μεξικού αν και γι’ αυτό δεν ετίθετο ποτέ ζήτημα μιας και το Μεξικό στα ισπανικά λέγεται Μέχικο, το οποίο διαφέρει πολύ. Τέλος, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που προσπαθούμε να διατηρήσουμε και την φωνολογία της γλώσσας απ’ την οποία δανειζόμαστε, εξού και το περίφημο σοκολατάκι της Ντόρας Μπακογιάννη.

Έτσι η νεοκαθαρεύουσα (και πάλι) έρχεται να γεμίσει σύγχυση την καθημερινή μας γλώσσα. Κυρίως δημιουργεί «όγκους» στα ελληνικά, οι οποίοι δεν μπορούν να αφομοιωθούν, ώστε τα ελληνικά δεν εμπλουτίζονται ούτε εξελίσσονται. Αν με ρωτήσει κανείς, δεν βρίσκω λόγο να θέλω να διατηρήσω μια ξένη λέξη αναλλοίωτη στα ελληνικά. Εγώ θέλω να την πάρω και να την βάλω μες στο σύστημα της κλίσης που έχουν τα ελληνικά και δίνουν την δυνατότητα να καταλάβει μονολεξεί ο συνομιλητής μου αν την λέω στον πληθυντικό ή στην γενική και να συνθέσω μ’ αυτήν μιαν άλλη λέξη.

Επιπλέον, κάθε γλώσσα έχει μια συνοχή την οποία καταργεί η νεοκαθαρεύουσα. Τι είναι ισχυρότερο, το γλωσσικό ένστικτο ή γνώση για την προέλευση των λέξεων; Είναι άραγε υποχρεωμένος όποιος δεν μιλάει ιταλικά να ξέρει ότι στο μυαλό του συνομιλητή του είναι όχι τα κοντσέρτα αλλά τα κοντσέρτι; Η νεοκαθαρεύουσα είναι το εργαλείο του δοκησίσοφου, ο οποίος φυσικά ξέρει ποια λέξη είναι ξένη και ικανοποιείται από το στιγμιαίο σοκ, όταν, εκεί που καθένας θα περίμενε μια φυσιολογική γενική ή πληθυντικό, αυτός πετάει μία ακλισιά που εξιτάρει το αυτί. Τέλος η νεοκαθαρεύουσα είναι αυθαίρετη· ο καθένας, κατά την γνώση, το κριτήριο και κυρίως την σύγχυσή του επιλέγει τύπους οι οποίοι άλλοτε παραξενεύουν και άλλοτε είναι τελείως γελοίοι.

Φυσικά και δεν περιμένω να αρχίσουμε να κλίνουμε τα ασανσέργκαράζ, και άλλα τα οποία είναι τελείως ξένα προς τα ελληνικά. Οι λέξεις οι οποίες θίγονται είναι όσες ταιριάζουν στο ελληνικό κλιτικό σύστημα και ο περισσότερος κόσμος έχει πλήρως εντάξει στην γλώσσα του.

Τελικά θα όριζα ως νεοκαθαρεύουσα την επιμονή να αφήνουμε λέξεις άκλιτες και απροσάρμοστες όταν γύρω μας η πλειοψηφία του κόσμου και το γλωσσικό μας ένστικτο δείχνουν την πορεία προς την ενσωμάτωσή τους. Αμφιβάλλω αν αυτή η τάση βοηθάει τους ανθρώπους να εκφραστούν ελεύθερα νιώθοντας κάθε λέξη κτήμα τους. Ας μην ξεχνάμε ότι χιλιάδες λέξεις είναι δάνεια τα οποία ποτέ πλέον δεν αντιλαμβανόμαστε και παρά μόνο εμπλούτισαν τα ελληνικά.