
Οι φοιτητικές εστίες του ΕΜΠ στου Ζωγράφου (1968–1975), του Κώστα Φινέ και Ντίνου Παπαϊωάννου.
Στην ελληνική μοντέρνα αρχιτεκτονική, ιδιαίτερα την δεκαετία του 1970, υπάρχει μία αντίθεση μεταξύ αφενός των θεωριών των αρχιτεκτόνων περί Αρχιτεκτονικής, αφετέρου της αντίληψης των κτηρίων τους από τους άλλους.
Ξεκινάω από το δεύτερο σκεπτόμενος διάφορα κτήρια όπως αυτά των πανεπιστημίων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης και δη αυτό της Θεολογικής Σχολής Αθηνών στην πανεπιστημιούπολη, των εστιών του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου στου Ζωγράφου και πολλά κτήρια της πανεπιστημιούπολης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ας ρωτήσει κανείς απόψεις ανθρώπων γι’ αυτά τα κτήρια κι ας ακούσει: «Γκαράζ είναι η Θεολογική στην Αθήνα» μού είπε κάποτε ένας φίλος μου. «Είναι αυτά κτήρια;» άλλοι. Και γενικά, αν ποτέ έρθει συζήτηση για τα κτήρια, οι απόψεις συνοψίζονται στην αποστροφή του γυμνού τσιμέντου που πάρα πολλά έχουν, ότι αποπνέουν μία βιομηχανική ή απάνθρωπη αύρα και στην απορία τι είδους αρχιτεκτονική άποψη εκφράζουν, αφού τονιστεί ότι σχεδιάστηκαν από αρχιτέκτονες το οποίο συχνά αγνοείται.
Από την άλλη είναι αξιοσημείωτες οι θεωρίες και οι αναλύσεις περί Αρχιτεκτονικής που διατύπωναν οι αρχιτέκτονες οι οποίοι επικρατούσαν εκείνη την εποχή και συνεπώς σχεδίασαν πολλά τέτοια κτήρια. Η Ν.Κ.-Ρ. στην νεκρολογία της στην Ελευθεροτυπία για τον Κώστα Φινέ, αρχιτέκτονα των εστιών του ΕΜΠ και πολλών κτηρίων του ΑΠΘ, αναφέρει γι’ αυτόν: «Πρωταρχικός στόχος του, να υπηρετεί η αρχιτεκτονική τον άνθρωπο». Λίγο πιο πάνω μεταφέρει λόγια του Φινέ για το ποιοι είναι «υπεύθυνοι» για την όψη των κτηρίων του: «[Ο Μιχελής, ο Πικιώνης και ο Γκίκας, δάσκαλοι στο πολυτεχνείο] μάς γνώρισαν και μας μύησαν στη σύγχρονη τέχνη του μπετόν αρμέ, του σίδερου και του γυαλιού, στις δυνατότητες και τις αντινομίες τους, πάντα όμως με γνώμονα την αρμονία, τις σωστές αναλογίες και με μέτρο τον άνθρωπο». Για τον Πάτροκλο Καραντινό, ο οποίος σχεδίασε και την φυσικομαθηματική σχολή του ΑΠΘ, γράφουν: «Ο Πικιώνης τού αποκαλύπτει τη γοητεία της ελληνικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής».¹ Ο Ανδρέας Γιακουμακάτος σ’ άρθρο του στο Βήμα έγραφε ότι «[οι αρχιτέκτονες] συμμετείχαν ισότιμα στις πνευματικές διεργασίες και ονειρεύτηκαν έναν τόπο άλλο, στον οποίο η περιβαλλοντική βαρβαρότητα και η αισθητική αταξία θα βρίσκονταν ηττημένες από την επίτευξη συλλογικά ωφέλιμων στόχων και τη χρηστή διαχείριση του χώρου». Τεκμηρίωναν λοιπόν οι αρχιτέκτονες τα έργα τους ως φιλικά προς τον άνθρωπο, το τοπίο και την ελληνική παράδοση. Πολλοί απ’ αυτούς ήταν μάλιστα αριστεροί όπως ο Φινές και ο Ηλίας Σκρουμπέλος (αρχιτέκτονας της φυσικομαθηματικής σχολής της Αθήνας). Άλλοι, όπως ο Καραντινός, έχασαν την έδρα τους με την χούντα.

Το κτήριο διοίκησης του ΑΠΘ (1966–1976), του Κώστα Φινέ.
Πώς εξηγείται λοιπόν αυτή η αντίθεση; Νομίζω ότι οι λόγοι είναι τρεις. Πρώτον, είναι η πλήρης έλλειψη εξοικείωσης των πολιτών με την μοντέρνα αρχιτεκτονική. Γι’ αυτό φταίει η διδασκαλία στο σχολείο απ’ την οποία απαλείφεται κάθε ενότητα που αφορά την τέχνη. Παρ’ ότι καμία θεωρία ούτε ιστορία της Αρχιτεκτονικής μελετάται στο σχολείο, ούτε φυσικά της κλασικής ούτε της νεοκλασικής, επειδή στο σχολείο το μόνο που αποθεώνεται είναι το παρελθόν της Ελλάδας, ως παρεπόμενο αποθεώνεται κι η αρχιτεκτονική του. Μόνο γι’ αυτό υπάρχει εξοικείωση των ανθρώπων μ’ αυτήν. Επιπλέον η φαιά ουσία που κατανάλωνε ο αρχιτέκτονας για να φτιάξει ένα νεοκλασικό κτήριο γινόταν κυρίως στολίδι, ενώ, για να φτιάξει ένα μοντέρνο, περισσότερο φόρμα και διαρρύθμιση. Το στολίδι όμως είναι ολοφάνερο—ή έστω η εξοικείωση μ’ αυτό έχει γίνει—ενώ το μοντέρνο θέλει εξοικείωση για ν’ αρέσει.
Δεύτερον, για ν’ αναδειχθεί ένα μοντέρνο κτήριο πρέπει να είναι καθαρό. Η μοντέρνα αρχιτεκτονική αυτό «πουλάει», δηλαδή λιτότητα, κομψότητα και χρηστικότητα. Όταν το κράτος και οι πανεπιστημιακές αρχές αδιαφορούν για την συντήρηση και την καθαριότητα και συνεχώς αλλοιώνουν τα κτήρια εξαιτίας επισκευών, προσθηκών και «νεωτερισμών», τότε δεν φταίει μάλλον η ιδέα του αρχιτέκτονα για το πώς τα αντιλαμβανόμαστε.
Τρίτον, μπορεί οι αρχιτέκτονες, παρ’ ότι οι προθέσεις τους ήταν αγαθές, να παγιδεύτηκαν σ’ έναν ακαδημαϊσμό ή μια ουτοπία. Ίσως οι θεωρίες τους περί μίξης των διεθνών κινημάτων με την ελληνικότητα μπορούσαν να εφαρμοστούν πολύ δύσκολα ή αντιλαμβάνονταν την ελληνικότητα μόνο ως προς την σύνδεση του τοπίου με το κτίσμα, εξού το τσιμέντο. Ίσως η αγάπη των Ελλήνων αρχιτεκτόνων για το γυμνό τσιμέντο προέρχεται απ’ τον θαυμασμό προς τον Δημήτρη Πικιώνη κι ύστερα τον Άρη Κωνσταντινίδη που το χρησιμοποιούσαν πολύ, καθώς το θεωρούσαν γήϊνο υλικό. Δεν ξέρω λοιπόν αν τα έργα τους αγκαλιάστηκαν όσο ακόμα ήταν καινούργια. Μάλλον όχι· αλλά δεν πρέπει να ένοιαζε και πολύ τότε τον κόσμο μιας και εξυπηρετούσαν τον σκοπό τους, ήταν δηλαδή χρηστικά και καθαρά. Ο μπρουταλισμός, ρεύμα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής την δεκαετία του 1970, χαρακτηριστικό του οποίου είναι το γυμνό τσιμέντο, χρησιμοποιήθηκε όσο κανένα άλλο στην ανέγερση των πανεπιστημιουπόλεων. Έπρεπε οι αρχιτέκτονες να φανταστούν ότι το κράτος και οι πρυτάνεις δεν θα συντηρήσουν ποτέ τα κτήρια που παρήγγειλαν ώστε να κάνουν άλλα σχέδια; Πάντως συχνά τα σχέδιά τους, τα οποία ύστερα κατασκευάζονταν, έβγαιναν πρώτα στους πανελλήνιους διαγωνισμούς των πελατών τους, των πανεπιστημίων και του κράτους.


Η Θεολογική Σχολή στην Αθήνα (1970–1976), του Λάζαρου Καλυβίτη και Γιώργου Λεονάρδου.
Κλείνοντας, αναρωτιέμαι πότε το σχολείο θα ασχοληθεί με την τέχνη, πότε θα δώσει εναύσματα για την μοντέρνα τέχνη κι αρχιτεκτονική. Θα μπορέσουμε τότε να σκεφτούμε κάτι γι’ αυτά τα κτήρια. Αν σκεφτούμε θετικά θ’ απαλλαγούμε απ’ τα κόμπλεξ που έχουμε εναντίον τους και θα μας αρέσουν και θα τα αναδείξουμε. Αν πάλι σκεφτούμε ότι όντως φταίνε οι αρχιτέκτονες και τα ίδια τα κτήρια απ’ την σύλληψή τους τότε θα δούμε τι θα κάνουμε. Δύο πράγματα είναι σίγουρα γι’ αυτά τα κτήρια. Πρώτον, ανήκουν στο δεύτερο ρεύμα του μοντερνισμού που αναπτύχθηκε στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο και μέχρι την χούντα (το πρώτο ήταν στον μεσοπόλεμο μέχρι τον Μεταξά). Τα δύο αυτά ρεύματα που διαμόρφωσαν κυρίως την Αθήνα, την Θεσσαλονίκη και τον Πειραιά έχουν μοναδική αξία. Δεύτερον, η τωρινή αντίληψη αυτών των κτηρίων απ’ τους πολίτες δείχνει ότι, όσο ιδανικά κι αν γράφουν και μιλάνε οι αρχιτέκτονες που τελικά χτίζουν το δημόσιο τοπίο, τα κτήριά τους ίσως τελικά δεν πετύχουν τίποτα αν ο πελάτης, το κράτος, δεν προστατεύσει την ιδιοκτησία του. Στο κάτω κάτω τι γίνεται; Ζούμε όλη μας την ζωή μέσα στα δημιουργήματα μιας ολόκληρης γενιάς σκέψης αλλά δεν μπορούμε να τα κρίνουμε παρά μόνο αφηνόμαστε σε ελίτ όπως οι αρχιτεκτονικές σχολές και το Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων να μας πούνε αν μας αρέσουν και τι θα τα κάνουμε;
1. Ελληνική Αρχιτεκτονική Εταιρεία, Αρχιτέκτονες του 20ού αιώνα: μέλη της εταιρείας, επιμέλεια Ελένης Φεσσά-Εμμανουήλ, εκδόσεις Ποταμός, 2009.