Σκελετος.

Περί βασιλέων και ντιβών

by Δημήτρης Μπούκας

Τον Σεπτέμβριο του 1991 η αμερικανική γερουσία υπερψηφίζει την λεγόμενη Αναθεώρηση Helms, που προτάθηκε από τον γερουσιαστή Helms και απαγόρευε στο αμερικανικό Εθνικό Ταμείο για τις Τέχνες να χρηματοδοτεί έργα τέχνης που «απεικονίζουν ή περιγράφουν, με εμφανώς προσβλητικό τρόπο, σεξουαλικές ή απεκκριτικές πράξεις ή όργανα». Λαμβάνοντας ως σημείο έναρξης την μεγάλη αντιπαράθεση της εποχής σχετικά με την αναθεώρηση, ο Taruskin γράφει μια μεγάλη κριτική για τις ηχογραφήσεις από τον William Christie και τους Les Arts Florissants γαλλικών μπαρόκ οπερών, που σπάνια ακούγονταν μέχρι τα τέλη του 1980. Κυρίως όμως δεν χάνει την αγαπημένη του ευκαιρία, να αποδείξει ότι υπάρχει πολιτική ακόμη και σε τομείς της κλασικής μουσικής που δεν φανταζόμαστε.


Περί βασιλέων και ντιβών

του Richard Taruskin
The New Republic
13 Δεκεμβρίου 1993

«Όσο περισσότερο επιτυγχάνει ένα έργο τέχνης ως πολιτική» έχει δηλώσει ο συνθέτης Ned Rorem «τόσο περισσότερο αποτυγχάνει ως τέχνη». Με λιγότερη τόλμη και πολλές περισσότερες λέξεις, ο αντιπρόσωπος Henry Hyde συμφωνεί: «Η καλή τέχνη είναι υποδηλωτική παρά προκλητική» έγραφε, εννοώντας ότι δεν είναι «ούτε τέχνη στην υπηρεσία κάποιου πολιτικού προγράμματος ούτε τέχνη ως ιδεολογικό όργανο, αλλά τέχνη ως μέσο με το οποίο ο άνθρωπος κερδίζει μια ματιά στην υπερβατική διάσταση της ανθρώπινης εμπειρίας». Χονδροειδείς παρεμβάσεις της αμερικανικής πολιτικής στα ζητήματα της τέχνης έχουν συσπειρώσει σε άρνηση φοβισμένους καλλιτέχνες και ξυλόγλωσσους πολιτικούς. Δεν υπάρχει, ή δεν θα έπρεπε να υπάρχει, καμία σχέση μεταξύ τέχνης και πολιτικής, μάς διαβεβαιώνουν αμφότεροι.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Advertisement

Μία λογοκρισία και ένα δοκίμιο για την Λαίδη Μάκβεθ του Σοστακόβιτς

by Δημήτρης Μπούκας

Η ενασχόλησή μου με τον αντιαντορνικό, όσον αφορά τουλάχιστον την μουσική, Αμερικανό μουσικολόγο Richard Taruskin ήρθε σε μια βολική περίοδο διότι στις 12 Μαΐου 2019 ανεβαίνει στην Εθνική Λυρική Σκηνή η όπερα Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ του Ντμίτρι Σοστακόβιτς για την οποία ο Taruskin έχει ερευνήσει, γράψει και μιλήσει πολύ. Η όπερα έγινε διάσημη αφότου φαίνεται να διέταξε ο ίδιος ο Στάλιν να κατεβεί όταν την είδε το 1936. Και μάλιστα κατέβηκε με επεισοδιακό τρόπο, με ένα ανυπόγραφο κύριο άρθρο στο επίσημο όργανο του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος την εφημερίδα Πράβντα, στις 28 Ιανουαρίου 1936 το οποίο φημολογείτο μάλιστα ότι έγραψε ο ίδιος ο Στάλιν.

pravda

Το κύριο άρθρο στην Πράβντα της 28ης Ιανουαρίου 1936 που κατέβασε την Λαίδη Μάκβεθ του Σοστακόβιτς.

Το ερώτημα που κλήθηκε να απαντήσει ο Taruskin, από τον οποίο ο αναγνώστης όλων των δοκιμίων του δύσκολα θα εκμαιεύσει καλό λόγο για οποιονδήποτε συνθέτη και ο οποίος αρέσκεται να τον χαρακτηρίζει ακαδημαϊκή αυστηρότητα και αμεροληψία πιστεύοντας ότι η μουσική δεν είναι ποτέ αποκομμένη από την πολιτική και την κοινωνία, είναι τι ενόχλησε τον Στάλιν. Στο δοκίμιο «Η όπερα και ο δικτάτωρ» που πρωτοέγραψε για το πρόγραμμα μιας παραγωγής—από τις σπάνιες μέχρι τότε—της Λαίδης Μάκβεθ στην όπερα του Σαν Φρανσίσκο το 1988 κατόπιν πρόσκλησης του καλλιτεχνικού διευθυντή και ύστερα ξαναδημοσίευσε στο περιοδικό The New Republic, o Taruskin ισχυρίζεται ότι αυτό που πληγώθηκε ήταν η μικροαστική σεμνοτυφία του Στάλιν απέναντι στις ερωτικές σκηνές της όπερας και ο αντιμοντερνισμός του, καθώς, όπως έγραψε η Πράβντα, στην όπερα του Σοστακόβιτς «η μουσική στρέφεται επίτηδες μέσα έξω, ώστε τίποτα να μην θυμίζει κλασική όπερα, ή να έχει οποιοδήποτε κοινό με την συμφωνική μουσική, ή με την απλή και λαϊκή μουσική γλώσσα, την προσιτή σε όλους». Αυτές οι ενοχλήσεις στάθηκαν ως αφορμή για την επίδειξη δύναμης του κόμματος επί των καλλιτεχνών της Σοβιετικής Ένωσης: η φήμη του θύματος, του Σοστακόβιτς, έδειχνε ότι κανείς, ούτε οι άριστοι, δεν ήταν ασφαλείς.

Όμως ο Taruskin δεν αθωώνει τον Σοστακόβιτς. Αντιθέτως, ο Σοστακόβιτς πήρε ένα μυθιστόρημα τρόμου και, μέσω πολλών τεχνασμάτων και κυρίως της μουσικής, αθώωσε την διαβολική πρωταγωνίστρια, η οποία σπέρνει τον θάνατο σε ένα μεγάλο αγρόκτημα της τσαρικής Ρωσίας. Την ίδια εποχή όμως ο Στάλιν είχε κηρύξει πόλεμο στους κουλάκους, τους ευκατάστατους κτηματίες που αρνούνταν να ενταχθούν στην υποχρεωτική κολεκτιβοποίηση του γεωργικού τομέα. Οι εκτελέσεις κουλάκων ήταν συνήθεις εκείνη την εποχή. Ο Στάλιν λοιπόν, εξ αιτίας της μικροαστικής σεμνοτυφίας του, στάθηκε στα ασήμαντα όπως ήταν το σεξ και ο μοντερνισμός (έναντι του σοσιαλιστικού ρεαλισμού) και δεν εκτίμησε το γεγονός ότι στην πραγματικότητα ο Σοστακόβιτς προπαγάνδιζε με τον πιο όμορφο τρόπο τις δολοφονίες των κουλάκων. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Γιατί ακούμε κλασική μουσική;

by Δημήτρης Μπούκας

Λέγεται ότι ανά τους αιώνες έχουμε πολλούς και διαφορετικούς λόγους να ακούμε κλασική μουσική. Ο Bach, λέγεται, έγραψε την εκκλησιαστική μουσική του για να δοξάσει τον Θεό και την κοσμική μουσική του για να εκπαιδεύσει τα παιδιά του και να διασκεδάσει τις αυλές. Καλή μουσική για την εκκλησία, την αυλή και την όπερα ήταν μέχρι τον Ρομαντισμό ο σκοπός των κλασικών συνθετών. Από τότε και μετά άρχισε να δίνεται σημασία στους αφηρημένους σκοπούς της κλασικής μουσικής· ο άνθρωπος, το συναίσθημα, τα πολιτικά και φιλοσοφικά ιδανικά, ο μυστικισμός, η πρωτοπορία και το σοκ. Η κλασική μουσική άρχισε να γίνεται πιο εσωστρεφής και, αργότερα, η σύνθεσή της κατέληξε να είναι αυτοσκοπός.

Αυτήν την εσωστρέφεια της μουσικής του, γιατί δηλαδή νιώθει την ανάγκη να την γράψει αν και αναγνωρίζει ότι θα αρέσει σε λιγότερους ανθρώπους, αναλύει εν συντομία ο Robert Schumann σε ένα γράμμα στην μέλλουσα γυναίκα του Clara το 1838:

«Με επηρεάζει, γράφει, οτιδήποτε συμβαίνει στον κόσμο· η πολιτική, η λογοτεχνία, οι άνθρωποι. Γι’ αυτά στοχάζομαι με τον τρόπο μου, ο οποίος ψάχνει να βρει μια διέξοδο μέσω της μουσικής. Γι’ αυτό ορισμένες συνθέσεις μου είναι τόσο δύσκολο να γίνουν αντιληπτές. […] Και γι’ αυτό με ικανοποιούν τόσο λίγες σύγχρονες συνθέσεις άλλων, […] διότι καταφεύγουν σε μουσικούς συναισθηματισμούς του κατώτερου είδους, σε τετριμμένους λυρικούς εντυπωσιασμούς. […] Εκείνες μπορεί να είναι ένα λουλούδι, αυτές εδώ είναι ένα πολύ πνευματώδες ποίημα· εκείνες μία ορμή της άγριας φύσης, αυτές ένα έργο της ποιητικής συνείδησης.»¹

Η εσωστρέφεια αυτή γεννήθηκε από τον Ρομαντισμό του πρώιμου 19ου αιώνα και μέσω του Εξπρεσιονισμού του ύστερου 19ου αιώνα ρίζωσε στον Μοντερνισμό σχεδόν όλου του 20ού αιώνα, αφήνοντας για λίγο απ’ έξω τον Φουτουρισμό των αρχών του 20ού αιώνα. Για τους κλασικούς αυτούς συνθέτες η σύνθεση είναι αυτοσκοπός χάριν της ατομικής εξέλιξης, της αποστασιοποίησης του καλλιτέχνη, της πρωτοπορίας, της εγκεφαλικότητας, και της παραφυσικότητας (της θεοσοφίας για τους πρώιμους μοντερνιστές, των ανατολικών θρησκειών για τους ύστερους). Η εσωστρέφεια έφτασε σίγουρα στο αποκορύφωμά της με την μουσική των μοντερνιστών ακολούθων του Arnold Schoenberg, των σειραϊστών αλλά και άλλων μοντερνιστικών ρευμάτων όπως των πειραματικών και των φασματιστών. Για τους συνθέτες αυτούς ακούμε κλασική μουσική επειδή απλά γράφτηκε. Ο επικριτής αυτών των ρευμάτων Αμερικανός μουσικολόγος Richard Taruskin ονομάζει το φαινόμενο αυτό ως το δημιουργικό σφάλμα (poietic fallacy), το οποίο ορίζει ως «την πεποίθηση ότι αυτό που μετράει περισσότερο (ή ακόμα εντονότερα το μόνο που μετράει) σε ένα έργο τέχνης είναι η δημιουργία του».² Είναι λοιπόν αυτός ο λόγος αρκετός ώστε να μας κάνει να ακούσουμε κλασική μουσική; Όπως αποδεικνύει συνεχώς στα δοκίμιά του ο Taruskin, οι συνθέτες αυτών των ρευμάτων, μέσω των γραπτών και των συνεντέυξεών τους, εξέφραζαν απέχθεια για το κοινό το οποίο κατηγορούσαν για «τυραννία επί των συνθετών» και ήταν ελιτιστές αν και ταυτοχρόνως οδύρονταν για την χαμηλή προσέλευση στις συναυλίες τους. Μέχρι ποιο σημείο επομένως μπορούμε να ακούσουμε μουσική που επιδεικτικά δεν γράφτηκε για εμάς; Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Το Κατά Ματθαίον πάθος του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ

by Δημήτρης Μπούκας

Το Κατά Ματθαίον πάθος του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ παίχτηκε πρώτη φορά στον ναό του Αγίου Θωμά της Λειψίας την Μεγάλη Παρασκευή του 1727. Λίγα είναι βέβαια για την διαδικασία της σύνθεσης του Πάθους, πάντως ο Μπαχ έκανε τροποποιήσεις μέχρι το 1746. Το Κατά Ματθαίον πάθος είναι το δεύτερο και μεγαλύτερο πάθος του Μπαχ που σώζεται, μαζί με το Κατά Ιωάννην πάθος του 1724.

Τα πάθη του Μπαχ είναι θρησκευτικά ορατόρια τα οποία εξιστορούν τις τελευταίες στιγμές της ζωής του Ιησού, από τον Μυστικό Δείπνο μέχρι τον ενταφιασμό. Στο Κατά Ματθαίον πάθος, ο ευαγγελιστής, δηλαδή ο αφηγητής ο οποίος παραδοσιακά είναι τενόρος, εξιστορεί με ρετσιτατίβα, δηλαδή με γρήγορη μουσική απαγγελία, τα δύο προτελευταία κεφάλαια, κστ΄ και κζ΄, του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου κατά την μετάφραση του Μαρτίνου Λούθηρου στα γερμανικά. Τα λόγια του Ιησού, των μαθητών, των αρχιερέων, του Πιλάτου και άλλων προσώπων τραγουδούν τραγουδιστές. Τις φωνές των πληθών και των όχλων τραγουδούν δύο χορωδίες. Πέραν του κειμένου του Ευαγγελίου, το Πάθος περιέχει ρετσιτατίβα και άριες, που τραγουδούν οι σολίστες, και χορωδιακά· τα κείμενα αυτών των μερών έχει γράψει ο ποιητής Christian Friedrich Henrici, γνωστός με το ψευδώνυμο Picander. Τέλος, περιέχει και χορικά τα οποία είναι ύμνοι με μελωδίες συντεθειμένες από παλαιότερους συνθέτες και τα οποία ήταν γνωστά στο εκκλησίασμα που τα τραγουδούσε μαζί με την χορωδία. Το αποτέλεσμα της δομής του έργου με τους έντονους διαλόγους, τις ανατριχιαστικές χορωδίες των όχλων και τις άριες που σχολιάζουν την δράση, είναι ότι θυμίζει περισσότερο όπερα παρά ένα συμβατικό ορατόριο. Το Κατά Ματθαίον πάθος είναι ό,τι κοντινότερο έχει γράψει ο Μπαχ σε όπερα, δεδομένου ότι το συμβούλιο της πόλης της Λειψίας, του οποίου ο Μπαχ ήταν υπάλληλος, απαγόρευε οπερατικά στοιχεία σε θρησκευτικά έργα. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Για το χριστουγεννιάτικο δέντρο των Ιωαννίνων

by Δημήτρης Μπούκας

Αν δεν είχε βγάλει ανακοίνωση το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης για το χριστουγεννιάτικο δέντρο του Δήμου Ιωαννίνων, ίσως να μην σκεφτόμουν κι εγώ τι πήγε τόσο στραβά μ’ αυτό το δέντρο. Αλλά το Μουσείο είναι ένα σεβαστό ίδρυμα και η υπεράσπιση του δέντρου με ιντρίγκαρε.

Το δέντρο λοιπόν είναι εντελώς αποτυχημένο διότι είναι μια ευτελής και ελάχιστη απομίμηση ενός προταθέντος, τεράστιου και μνημειακού για τον Κομμουνισμό κτηρίου, η οποία επομένως αδυνατεί να προκαλέσει οποιοδήποτε συναίσθημα, γιορτινό, θαλπωρής, καλαισθησίας, απορίας, προόδου, επαναστατικότητας, ή οτιδήποτε άλλο, πέραν της ευτέλειας και της γελοιότητας. Όταν ο πύργος του Τάτλιν προοριζόταν να είναι ένας πύργος ακμαίας τεχνολογίας και ψηλότερος από τον πύργο του Άιφελ, το χριστουγεννιάτικο δέντρο των Ιωαννίνων κατάληξε να είναι χειρότερο από τον πύργο του Άιφελ των Φιλιατρών ή αυτόν έξω από το καζίνο στο Λας Βέγκας.

Γενικά, η θυσία της παραδοσιακής αισθητικής μας χάριν της μόρφωσης αυτών που θα είχαν θελήσει να μάθουν για τον Τάτλιν ίσως να άξιζε. Το συγκεκριμένο όμως δέντρο είναι ευτελέστατο και ελάχιστο, μία κακή απομίμηση. Ο κόσμος αντιλαμβάνεται την ευτέλεια και γελάει μ’ αυτήν για να μην τον πιάσει πλήξη. Το πείραμα επομένως όχι μόνο απέτυχε αλλά θεωρητικά θα μπορούσε να έχει αντίθετα αποτελέσματα.

Τέλος, πρόβλημα πλέον είναι ότι στην πλατεία δεν βρίσκεται και το ευτελές δέντρο-απομίμηση, αλλά μόνο αυτό. Ένα μοντέρνο έργο τέχνης, στο οποίο φορτώθηκε ένας μορφωτικός σκοπός που απέτυχε τελείως και αποτελεί ειρωνεία αν σκεφτούμε από πού είναι εμπνευσμένο, θα όφειλε πλέον να συνυπάρξει με κάτι που θα μπορούσε να πετύχει έναν σκοπό που θα είχε αναλάβει· για παράδειγμα, τον επιμορφωτικό ή πρωτοποριακό βάζοντας ένα πραγματικά μοντέρνο χριστουγεννιάτικο δέντρο-έργο τέχνης, ή αυτόν της γιορτινής θαλπωρής με το παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο δέντρο.