Δεν θα μιλήσεις ποτέ σωστά στην εποχή της Νεοκαθαρεύουσας
by Δημήτρης Μπούκας

Εξώφυλλο (1739) από λατινική έκδοση των «Εκλογών» του Φρυνίχου του Αραβίου (2ος αι. μ.Χ.), ενός απ’ τα πρώτα γραπτά υπέρ του αττικισμού και κατά της ελληνιστικής κοινής.
Από τότε που καταργήθηκε η καθαρεύουσα το 1976 σταδιακά ήρθε μία ομαλότητα μεταξύ του πώς μιλάμε και του πώς θα έπρεπε. Έτσι σταματήσαμε να κοιτάζουμε στο παρελθόν της ελληνικής γλώσσας για να μιλήσουμε σήμερα. Σταμάτησαν οι αναχρονιστικοί και παράλογοι περιορισμοί που έφερναν τους απλούς ομιλητές των ελληνικών κάθε τρεις και λίγο σε δισταγμό για το πώς θα χρησιμοποιήσουν το κοινότερο αγαθό όλων, την γλώσσα. Ακόμα χειρότερα, συχνά βρισκόταν κάποιος να κρίνει έναν άνθρωπο για την γλώσσα του, βασταζόμενος σε κάποια παραδρομή του λόγου του, έναν λάθος τύπο ή κλίση.
Σήμερα δυστυχώς φαίνεται η άλλη πλευρά του ίδιου συντηρητισμού, μόνο που για να μιλήσουμε σήμερα δεν περιοριζόμαστε απ’ τα ελληνικά του παρελθόντος, αλλά απ’ τις ξένες γλώσσες απ’ τις οποίες έχουμε δανειστεί λέξεις. Το φαινόμενο αυτό άλλοι έχουν ονομάσει Νεοκαθαρεύουσα, και έχει τις ίδιες εκφάνσεις με την καθαρεύουσα: άρνηση της εξέλιξης της γλώσσας, έλλειψη σεβασμού για την απλή γλώσσα, δοκησισοφία και αμηχανία σ’ όποιον δεν έχει ασχοληθεί με τους τύπους όσο ο συνομιλητής του.
Με την νεοκαθαρεύουσα ο ομιλητής προσπαθεί να διατηρήσει αναλλοίωτη μια ξένη λέξη την οποία χρησιμοποιεί στα ελληνικά. Αυτό κυρίως εφαρμόζεται στην γραμματική όπου για κάθε λέξη, όσα χρόνια κι αν χρησιμοποιείται στα ελληνικά, κάποιος θα μας υπενθυμίσει ότι είναι ξένη ώστε να εγκαταλείψουμε συνήθως την κλίση της. Για παράδειγμα, για την λέξη τρόικα (ρωσική αρχικά), παρ’ ότι υπήρχε στα ελληνικά πολύ πριν την κρίση και κλινόταν κανονικά, λέγαμε δηλαδή της τρόικας, πάντα σήμερα κάποιος θα πει της τρόικα. Άλλοι αμφιταλαντεύονται αν είναι της Καλιφόρνιας ή της Καλιφόρνια. Ακόμη πιο παράξενα, πάντα περιμένω σε κάποια συναυλία να ακούσω κάποιον να λέει τα κοντσέρτι, όπως και να διστάζει να πει του Μεξικού αν και γι’ αυτό δεν ετίθετο ποτέ ζήτημα μιας και το Μεξικό στα ισπανικά λέγεται Μέχικο, το οποίο διαφέρει πολύ. Τέλος, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που προσπαθούμε να διατηρήσουμε και την φωνολογία της γλώσσας απ’ την οποία δανειζόμαστε, εξού και το περίφημο σοκολατάκι της Ντόρας Μπακογιάννη.
Έτσι η νεοκαθαρεύουσα (και πάλι) έρχεται να γεμίσει σύγχυση την καθημερινή μας γλώσσα. Κυρίως δημιουργεί «όγκους» στα ελληνικά, οι οποίοι δεν μπορούν να αφομοιωθούν, ώστε τα ελληνικά δεν εμπλουτίζονται ούτε εξελίσσονται. Αν με ρωτήσει κανείς, δεν βρίσκω λόγο να θέλω να διατηρήσω μια ξένη λέξη αναλλοίωτη στα ελληνικά. Εγώ θέλω να την πάρω και να την βάλω μες στο σύστημα της κλίσης που έχουν τα ελληνικά και δίνουν την δυνατότητα να καταλάβει μονολεξεί ο συνομιλητής μου αν την λέω στον πληθυντικό ή στην γενική και να συνθέσω μ’ αυτήν μιαν άλλη λέξη.
Επιπλέον, κάθε γλώσσα έχει μια συνοχή την οποία καταργεί η νεοκαθαρεύουσα. Τι είναι ισχυρότερο, το γλωσσικό ένστικτο ή γνώση για την προέλευση των λέξεων; Είναι άραγε υποχρεωμένος όποιος δεν μιλάει ιταλικά να ξέρει ότι στο μυαλό του συνομιλητή του είναι όχι τα κοντσέρτα αλλά τα κοντσέρτι; Η νεοκαθαρεύουσα είναι το εργαλείο του δοκησίσοφου, ο οποίος φυσικά ξέρει ποια λέξη είναι ξένη και ικανοποιείται από το στιγμιαίο σοκ, όταν, εκεί που καθένας θα περίμενε μια φυσιολογική γενική ή πληθυντικό, αυτός πετάει μία ακλισιά που εξιτάρει το αυτί. Τέλος η νεοκαθαρεύουσα είναι αυθαίρετη· ο καθένας, κατά την γνώση, το κριτήριο και κυρίως την σύγχυσή του επιλέγει τύπους οι οποίοι άλλοτε παραξενεύουν και άλλοτε είναι τελείως γελοίοι.
Φυσικά και δεν περιμένω να αρχίσουμε να κλίνουμε τα ασανσέρ, γκαράζ, και άλλα τα οποία είναι τελείως ξένα προς τα ελληνικά. Οι λέξεις οι οποίες θίγονται είναι όσες ταιριάζουν στο ελληνικό κλιτικό σύστημα και ο περισσότερος κόσμος έχει πλήρως εντάξει στην γλώσσα του.
Τελικά θα όριζα ως νεοκαθαρεύουσα την επιμονή να αφήνουμε λέξεις άκλιτες και απροσάρμοστες όταν γύρω μας η πλειοψηφία του κόσμου και το γλωσσικό μας ένστικτο δείχνουν την πορεία προς την ενσωμάτωσή τους. Αμφιβάλλω αν αυτή η τάση βοηθάει τους ανθρώπους να εκφραστούν ελεύθερα νιώθοντας κάθε λέξη κτήμα τους. Ας μην ξεχνάμε ότι χιλιάδες λέξεις είναι δάνεια τα οποία ποτέ πλέον δεν αντιλαμβανόμαστε και παρά μόνο εμπλούτισαν τα ελληνικά.